- ὀπαία
- ὀπαίᾱ , ὀπαῖοςwith a holefem nom/voc/acc dualὀπαίᾱ , ὀπαῖοςwith a holefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀπαῖα — ὀπαῖον with a hole neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπαίας — ὀπαίᾱς , ὀπαῖος with a hole fem acc pl ὀπαίᾱς , ὀπαῖος with a hole fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπαίαν — ὀπαίᾱν , ὀπαῖος with a hole fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόπαια — Το μονοπάτι του όρους Οίτη απ’ όπου ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες για να προσβάλουν από τα νώτα τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Από το ίδιο μονοπάτι εισέβαλαν οι Γαλάτες με τον Βρέννο το 278 π.Χ. * * * ἀνόπαια επίρρ. (Α) προς τα επάνω, προς τον… … Dictionary of Greek